τρυφάλεια

τρυφάλεια
τρῠφάλεια [ᾰλ], ,
A helmet, Il.3.372, 12.22, al.;

τρίπτυχος 11.352

;

αὐλῶπις 13.530

;

ἵππουρις 19.382

; λευκολόφους τ., as an exaggerated [dialect] Ep. phrase, Ar.Ra.1016. (τρῠ- does not stand for τρι- 'three' as supposed by Hsch. (v. sq.); -φάλεια is perh. related to φάλος, ἀμφίφαλος, ἄ-φαλος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρυφάλεια — helmet fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλεια — ἡ, Α (επικ. τ.) περικεφαλαία («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφάλεια αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. ενός επιθ. *τρυφαλής, σύνθετου, με α συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. τρυ , ο οποίος προέρχεται από το αριθμητικό… …   Dictionary of Greek

  • τρυφαλείας — τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem acc pl τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλει' — τρυφάλεια , τρυφάλεια helmet fem nom/voc sg τρυφάλειαι , τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλειῶν — τρυφάλεια helmet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείαις — τρυφάλεια helmet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείης — τρυφάλεια helmet fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείῃ — τρυφάλεια helmet fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλειαι — τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλειαν — τρυφάλεια helmet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλώπις — αὐλῶπις, η (Α) 1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος) περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια 2. «αὐλῶπις λόγχη» η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπις*, θηλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”